ἀγοστόν

ἀγοστόν
ἀγοστός
flat of the hand
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποϊσχάνω — Α (ποιητ. τ.) κρατώ κάτι αποκάτω, υπέχω («ᾧ ὑπὸ μαζῷ μάργος Ἔρως λαιῆς ὑποΐσχανε χειρὸς ἀγοστόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰσχάνω «κρατώ», άλλος τ. αντί τού ἴσχω / ἔχω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”